- ἀποφηληκίζω
- ἀποφηληκίζω: ἀποπλανάω, AB439, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποφηληκίζει — ἀποφηληκίζω pres ind mp 2nd sg ἀποφηληκίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφηληκίσαι — ἀποφηληκίζω aor inf act ἀποφηληκίσαῑ , ἀποφηληκίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)